- εὐπαράτρεπτος
- εὐπαρά-τρεπτος, ον,A easy to turn from his opinion, Poll.8.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαράτρεπτος — εὐπαράτρεπτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει γνώμη εύκολα, που παρεκκλίνει εύκολα από τη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τρέπω «τρέπω προς άλλη κατεύθυνση, αλλάζω γνώμη»] … Dictionary of Greek
εὐπαράτρεπτος — easy to turn from his opinion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)